- περιγραφικότητα
- ηη ικανότητα να περιγράφει κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιγραφικότητα — η η ικανότητα τής παρουσίασης με ενάργεια, ζωντάνια και παραστατικότητα μιας εικόνας, πράξης ή σειράς πράξεων («αφηγήθηκε τα γεγονότα με θαυμαστή περιγραφικότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιγραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιγραφικότης, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
Ερνάντεθ, Μιγκέλ — (Miguel Hernαndez, Οριχουέλα 1910 – Αλικάντε 1942). Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος βοσκών, αυτοδίδακτος, αφομοίωσε τα διδάγματα της ποίησης της Αναγέννησης και της εποχής του μπαρόκ και τα εφάρμοσε στα δύο πρώτα έργα που… … Dictionary of Greek
Θορίλια ι Μοράλ, Xoσέ — (José Zorrilla y Moral, Βαγιαδολίδ 1817 – Μαδρίτη 1893)). Ισπανός ρομαντικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Τολέδο και της Βαγιαδολίδ. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, όπου… … Dictionary of Greek
Ιισμάνς, Ζορζ Σαρλ — (Georges Charles Huysmans, Παρίσι 1848 – 1907). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια Ολλανδών καλλιτεχνών, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Έκανε την εμφάνισή του στην πνευματική ζωή του Παρισιού το 1874 με μια συλλογή ποιημάτων που είχαν … Dictionary of Greek